- μεμαθημένως
- μεμᾰθημένως,A by learning, Ph.Fr.70 H.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεμαθημένως — (Α) επίρρ. (για κάτι που αποκτήθηκε) με μάθηση, σε αντιδιαστολή προς το εμφύτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεμαθημένος, μτχ. μέσου παρακμ. τού ρήματος μανθάνω] … Dictionary of Greek